Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 73....



Πολυτεχνείο 73.

Μια διαφορετική προσέγγιση…


  Τριάντα οκτώ χρόνια κλείνουμε σήμερα, από την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Μια εξέγερση που ακόμα κείται περισσότερο στην περιοχή του Μύθου παρά στην δικαιοδοσία της Ιστορίας και την αρμοδιότητα της πολιτικής. Στα σχολεία της χώρας, στους μαζικούς χώρους εκφωνούνται πλέον πανηγυρικό λόγοι και οι εφημερίδες γεμίζουν επετειακά αφιερώματα. Έτσι ώστε στην κόντρα για την μυθοποίηση και ιδιωτικοποίηση να συμμετέχουν σήμερα σε μεγάλο βαθμό τα κόμματα αλλά και αρκετοί από τους τότε πρωταγωνιστές.
  Στόχος μου σήμερα δεν είναι να φωτίσω « από τα μέσα και όσο πιο έντιμα και πιο σώψυχα και απελευθερωμένα από σκοπιμότητες» τα κίνητρα , τις αυταπάτες και τις επιδιώξεις της λεγόμενης « γενιάς του Πολυτεχνείου ». Επιχειρώ αυτήν την αυτοκριτική και απομυθοποιητική προσέγγιση μια και ανήκα χρονικά σε αυτή τη γενιά και πλάι σ’ αυτή τη γενιά αναπτύσσω τις πρώτες μου κριτικές απόψεις για την κοινωνία.
Τριάντα οκτώ χρόνια. Τριάντα οκτώ μαζί με τις λέξεις, τα πρόσωπα, τις ιδέες, την πολιτική και τα αισθήματα υπάρχουν και αριθμοί. Γιατί οι συμβολισμοί ορισμένων αριθμών έχουν μια ανεξήγητη, μια μυστηριακή έλξη. Ο κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του συνδυασμό αριθμών, τον δικό του κλειδάριθμο. Έχει το δικό κλειδί και αντικλείδι για ανοίξει ένα παράθυρο στη μνήμη του, για να ζωντανέψει με λίγο οξυγόνο το παρελθόν του. Φαίνεται ότι στη ζωή των ανθρώπων και στο διάβα της ιστορίας ο χρόνος έχει ρωγμές, ρωγμές που δεν κλείνουν ποτέ.
  Ναι σ’ ένα απολογισμό ζωής μέσα από μια ορατή στιγμή σε μια νοερή διαδρομή τριάντα επτά χρόνων, μετά από μια χαρακιά, μετά από ένα ανεξίτηλο σημάδι βαμμένο με αίμα. Ναι σε μια “ εκ των υστέρων ” απόπειρα, σε μια “ εκ βαθέων” εξομολόγηση για να εξοφληθούν κάποιοι ανεξόφλητοι λογαριασμοί με την ματωμένη υποθήκη μιας εποχής, με την αγιογραφία ενός μύθου.
  Ναι σε μια αφετηρία ανάμνησης, αναγνώρισης, και απότισης φόρου τιμής για όλους εκείνους, που περιφέρουν με καρτερία και περηφάνια τα φανερά και τα αθέατα τραύματα μιας εποχής, για όλους εκείνους που έφυγαν νωρίς. Για όλους εκείνους που δεν είναι πια μαζί μας σ’ αυτόν τον απολογισμό ζωής, αλλά στα πρόσωπα τους καθρεφτίζονται πια οι « μάταιες επιδόσεις » μας σ’ αυτόν τον « μάταιο κόσμο ». Στο προσκλητήριο μιας « γενιάς» εκείνοι που μας χαιρέτησαν νωρίς με τις σιωπές και τις μαρτυρίες της απουσίας τους σίγουρα μας κάνουν φτωχότερους.
Νοέμβρης ’73. Σε αυτή τη ρωγμή του χρόνου μέσα σε τρεις μέρες του Νοέμβρη , τρεις μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα και τον κόσμο, μια ολόκληρη « γενιά» συμπύκνωσε το ορόσημο και το μήνυμα των αγώνων της. Πήρε την σκυτάλη, σήκωσε τη σημαία στα χέρια της, αφήνοντας για πάντα το αποτύπωμα της, την υπογραφή της στην Ιστορία.
  Το Πολυτεχνείο ήταν και είναι το συλλογικό και το άφθαρτο βίωμα μιας γενιάς, που κάλυψε το συλλογικό « απωθημένο» και το « ενοχικό κενό» μιας συμβιβασμένης και μιας « απούσας» κοινωνίας. Θα ήταν όμως άδικο αν δεν επισημάνουμε τις παρήγορες εκλάμψεις του ελληνικού λαού στις κηδείες του Γ. Παπανδρέου και του Σεφέρη, όπως και την παρουσία μιας αγωνιστικής πρωτοπορίας στην αντίσταση, στις φυλακές και στην εξορία.
 Το Πολυτεχνείο έχει δυο ιστορικές εγγραφές. Υπάρχει σαν μια πραγματικότητα « αυτή καθ’ αυτή», υπάρχει και σαν μύθος. Το Πολυτεχνείο σαν πραγματικότητα, σαν γεγονός, σαν σύμβολο, σαν μήνυμα, αν και έδωσε πρόσωπο στα οράματα και τις ευαισθησίες, στις συναισθηματικές δονήσεις και στα σκιρτήματα των νέων και των αγνών ανθρώπων, δυστυχώς γρήγορα άρχισε να ξεθωριάζει και να ξεφτίζει γιατί «υπονομεύτηκε» από μέσα, γιατί «αλώθηκε» από έξω. Το Πολυτεχνείο, σαν μύθος, γεννήθηκε και θέριεψε από τη συνολική ανάγκη της Ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών φορέων. Η μυθοπλασία κάλυψε τα κενά, τις ενοχές, τις τύψεις και τους συμβιβασμούς των «τιποτοφρόνων», των «απόντων» και των «συναλλακτικών», όλων αυτών που ζητούσαν μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλυθούν. Κάλυψε επίσης τα κόμματα, τις οργανώσεις, τις γκρούπες, τους « Μικρούς και Μεγάλους Αρχηγούς» όπως και τους «Μικρούς Ήρωες» που όλοι ήθελαν ένα φωτοστέφανο για τη μεταπολίτευση.
Δυστυχώς με τη μικρή και μεγάλη ευθύνη όλων μας ο μύθος εκτόπισε την πραγματικότητα. Ο μύθος έγινε ισχυρός και ακατανίκητος γιατί συμπορεύτηκαν και πολλές φορές ταυτίστηκαν « οι μεν της καταστάσεων» με τις γήινες ανάγκες τους και τις σκοπιμότητες τους, και « οι δε της αντιστάσεως» με τις ματαιοδοξίες τους και τις φιλοδοξίες τους.
  Δυστυχώς, από την ώρα που οι «μισές αλήθειες» κυριάρχησαν, οι «μεγάλες αλήθειες» δεν άντεξαν. Έκαναν μια βαθιά υπόκλιση προς την Ιστορία και χάθηκαν σαν τις νεράιδες του παραμυθιού. Η αυλαία έκλεισε αφήνοντας πίσω της ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Σήμερα 38 χρόνια μετά, ψάχνουμε και ξαναψάχνουμε τις μεγάλες αλήθειες. Πολύ φοβάμαι όμως ότι θα ανακαλύψουμε για μια ακόμα φορά αν όχι τον ίδιο το μύθο του Σίσυφου, ίσως κάποιες παραλλαγές του 38 χρόνια πριν, από την ημέρα που οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες μετεξελίχθηκαν σε Ευρωπαϊκή Ένωση, εδώ στην Ελλάδα, σε μια ρωγμή του χρόνου έλαμψε το πρόσωπο και ο λόγος μιας γενιάς. Η «γενιά» του Πολυτεχνείου ήταν και θαρρώ ότι παραμένει εικονοκλαστική, απελευθερωτική και χειραφετημένη. Δεν αμφισβήτησε τα πάντα αλλά επαγγέλθηκε και πολλά. Πίστεψε στον εαυτό της και στη «σκιά» της, αλλά αγωνίστηκε στο όνομα όλων ή μάλλον «έσωσε» τη χαμένη τιμή πολλών.
  Ένα μεγάλο ρεύμα από αυτή τη «γενιά» είχε την τύχη μαζί και την ατυχία να πιστέψει στις μεγάλες αφηγήσεις της Ιστορίας και της Πολιτικής. Να ταυτιστεί με το απόλυτο καλό και να αρνηθεί το απόλυτο κακό. Να ατονήσει την κριτική της σκέψη και να ακρωτηριάσει τις αισθήσεις της. Να συνδέσει ή και να αφιερώσει ένα κομμάτι από τη ζωή της σε χίμαιρες, σε στείρα δόγματα και σε μανιχαϊσμούς, να δικαιολογήσει βαρβαρότητες. Παρ’ όλα αυτά πολλοί από αυτή τη γενιά μπορεί να έχασαν την πυξίδα τους, όμως έχασαν ποτέ την ψυχή τους. Γι’ αυτό μπορεί να ενώσει με το νήμα της ζωής, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους. Καλύτερα αθώοι εν πλήρες σύγχυση και ιχνηλάτες ανεμοδαρμένοι παρά κουρδισμένα ανθρωπάκια.
  Η γενιά του Πολυτεχνείου γεννήθηκε σε μια ρωγμή του χρόνου και είναι μια γενιά – σύνορο ανάμεσα σε δυο ιστορικούς κύκλους. Ανάμεσα στο μεταπολεμικό – μετεμφυλιακό κύκλο, που έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα με την γέννησή της, και στο μεταπολιτευτικό, που άρχισε να σκιαγραφείται πάλι μετά την γέννησή της.
  Σήμερα , τριάντα οκτώ χρόνια μετά, στους πιο πολλούς αν όχι σε όλους υπάρχει ακόμη αναμμένη μια σπίθα, μια φλόγα. Θέλουμε να πιστεύουμε, αρκεί και να το αποδείξουμε, ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί και περπατάμε στο σχοινί μοναχικοί αλλά όχι μόνοι. Νιώθουμε ότι είμαστε μαζί, αλλά ευτυχώς δεν είμαστε ίδιοι. Νιώθουμε ότι είμαστε τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, τόσο γνώριμοι αλλά και τόσο άγνωστοι, τόσο ταυτισμένοι αλλά ευτυχώς και τόσο διαφορετικοί.
  Νιώθουμε είτε να έχουμε πορευτεί σε ίδιους και σε συγκλίνοντες δρόμους είτε να έχουμε κινηθεί σε ασυμβίβαστες τροχιές. Σήμερα όμως ίσως να ισχύει για τον καθένα μας ή και για όλους μας η προφητεία του στίχου «…Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατελείωτα….». Σήμερα ο στίχος αυτός φανερώνει την ερωτική και ίσως την αμφιθυμική σχέση μας με εκείνη την εποχή. Σήμερα για τον καθένα μας και για όλους μας σημασία έχουν πια όχι μόνο οι λαβύρινθοι του παρελθόντος, αλλά τα σταυροδρόμια του παρόντος και κυρίως οι δρόμοι, οι τροχιές του μέλλοντός μας. Μπροστά μας βλέπουμε τις προκλήσεις και τη γραμμή των οριζόντων και πρέπει και πρέπει πια να αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε.    
 Οι αφημένες ιαχές και τα δοξαστικά για τη γενιά του Πολυτεχνείου για τους πενηντάρηδες δεν ωφελούν και δεν πείθουν, έστω και αν εξυπηρετούν εμφανείς σκοπιμότητες. Και ετούτο γιατί οι αναφορές σε ένα ένδοξο παρελθόν δεν εξαγνίζουν και δεν ωραιοποιούν το παρελθόν και πολύ περισσότερο το μέλλον μας.
  Η γενιά μας μπορεί να σηματοδοτήσει μια ολόκληρη εποχή, αλλά δεν είχε και δεν έχει γενάρχες. Όλοι οι επώνυμοι εκπρόσωποί της, όπως και χιλιάδες άλλοι με την άγνωστη επωνυμία τους ( γιατί κανένας δεν είναι ανώνυμος) είχαν τις δικές τους διαδρομές, τις δικές τους μικρές ή μεγάλες ιστορίες. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, στο ψηφιδωτό, στη μεγάλη τοιχογραφία της γενιάς μας δεν υπάρχει κανένας αποκλειστικός ιδιοκτήτης, κανένας νονός, κανένας μεταπράτης των γεγονότων, των συμβόλων, των ιδεών, των μηνυμάτων αυτής της εξέγερσης. Μπορεί να υπάρχει ένας ομφάλιος λώρος, ένας συσχετικός ιστός για τους νέους ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν έντονα τις συγκινήσεις μιας εποχής, μπορεί να υπάρχουν ορισμένα νήματα μιας αναγνώρισης και ίσως μιας ηθικής αλληλεγγύης.
  Πιστεύω πως όπως όλες οι γενιές, έτσι και η δική μας έχει πολλαπλές εκφράσεις, πολλαπλές πρωτοπορίες, πολλαπλά πρόσωπα. Γι’ αυτό είναι ολέθριο λάθος μια γενιά να σηματοδοτεί και να σηματοδοτείται μόνο από τους επώνυμους του πολιτικού προσκηνίου. Για να αποτιμηθεί η παρουσία, η ταυτότητα και η συμβολή μιας γενιάς, πρέπει να βρούμε τις εκφράσεις, το λόγο και το πρόσωπό της στην τέχνη, στην επιστήμη, στο κράτος, στους θεσμούς, στις επιχειρήσεις, στην εκπαίδευση και στην πολιτική. Μια γενιά υπάρχει σαν κοινωνικό και πολιτισμικό μόρφωμα μόνο μέσα από την ταύτιση τους με το συλλογικό πάθος μιας «οριακής και μόνο στιγμής». Αμέσως μετά κάθε γενιά γίνεται ευτυχώς κομμάτια και θρύψαλα, γιατί διακλαδώνεται, δικτυώνεται, διασπάται, στροβιλίζεται γιατί παύει να αναφέρεται σε κοινούς χρόνους, σε κοινούς τόπους και κοινά βιώματα.
  Μέσα όμως σ’ αυτή τη δίνη παραμένουν τα σύμβολα, τα σημεία, οι ρίζες, οι κώδικες, οι παραστάσεις, οι μνήμες και τα αισθήματα των ανθρώπων, που επανέρχονται φορτωμένοι πάλι και πάλι από εκεί που πέρασαν. Μαζί με όσα έζησαν και οραματίστηκαν. Μαζί με εκείνους και εκείνες που αγάπησαν και αγωνίστηκαν.
  Αρκεί να βρούμε τον καιρό να αναπολήσουμε τα αυθεντικά γεγονότα κλείνοντας τα μάτια μας μόνο ένα λεπτό. Αρκεί ένα λεπτό...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.