Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Η παρουσίαση του νέου βιβλίου της Βιβής Σκούρτη , το Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου στις 7 το βράδυ στο Πνευματικό Κέντρο Ερμιόνης ( πρώην σχολείο Συγγρού ) : "Οι σφουγγαράδες της Ερμιόνης"

 
Εισαγωγή
 
Τούτο το βιβλίο, μια συλλογή κειμένων, φωτογραφιών, χαρακτήρων, άξιων και ικανών θαλασσινών, εν προκειμένω των σφουγγαράδων της Ερμιόνης, των ανθρώπων της Μπαρμπαριάς, ένα  συναξάρι ενθυμήσεων, ανθρώπων και σκαριών της πατρίδας μας είναι αφιερωμένο σ’ κείνους τους ταπεινούς ψαράδες που γεννήθηκαν στη θάλασσα, την αγάπησαν, της αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή και μερικοί χάθηκαν σ’ αυτήν ή πέθαναν με τ’ όνομά της στα χείλη.
Είναι το ελάχιστο που μπορεί να τους αφιερώσει ένας άνθρωπος πνευματικός όπως η συγγραφέας του παρόντος βιβλίου προκειμένου να διατηρήσει στις μνήμες των ανθρώπων τις αναμνήσεις που έχουμε όλοι μαζί τους, όσους προλάβαμε στη ζωή και τους άλλους που χάθηκαν ή λεηλατήθηκε η ζωή τους σε ταξίδια στη μακρινή Μπαρμπαριά, στο Τούνεζη, στη Μπιγκάζα για το ζηλευτό «σουγγάρι».
«Τους περισσότερους δεν τους γνώρισα, αλλά βάδισα πάνω στο ίδιο κύμα », λέει ο Λάμπης Παυλίδης, ένας γνώστης της ζωής των ανθρώπων που δούλεψαν το «σουγγάρι», αφού και  ο ίδιος  μαζί με το πατέρα του Παύλο Παυλίδη, νονό του γράφοντος, δούλεψαν σκληρά με τη βάρκα τους σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Ταπεινοί ψαράδες, σφουγγαράδες, χταποδάδες, καμακάδες, καραβοκύρηδες,  σύντροφοι, κουπάδες, λιτοδίαιτοι, απλοί άνθρωποι, ζεστοί αλλά και σκληροτράχηλοι, με βαριές και δυνατές παλάμες, ηλιοκαμένοι, ξερακιανοί, Χριστιανοί παραδοσιακοί, διαβαίνουν από το βιβλίο της Παρασκευής Σκούρτη σε ένα κάλεσμα ψυχής και  ανταπόδοσης, μνήμης και μαρτυρίας, κινδύνου και ρίσκου, δύναμης και θέλησης.
Είναι κείνοι που τραβούσαν τις βάρκες τους στην ακτή όταν «ερχόταν καιρός» του δύσκολου χειμώνα και του σκληρού νοτιά. Αυτοί που άνοιγαν πανιά για ψαρότοπους, έπιναν το κρασί τους με παρέες στις ταβέρνες και διηγούνταν εμπειρίες και ταξίδια στη θάλασσα και στη Μπαρμπαριά. Τα τραγούδια τους νησιώτικα, παραδοσιακά συρτά, ζεϊμπέκικα λεβέντικα με κιθάρες και βιολιά.
Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές έβαζαν τα καλά τους ρούχα σουλατσάριζαν στα Μαντράκια και κρατούσαν στασίδι κληρονομικό στις εκκλησιές, στον Ταξιάρχη και την Παναγία. Η ζωή τους πέρασε σαν μια δροσερή σπηλιάδα που ρίγησε την επιφάνεια της θάλασσας κι ύστερα επανήλθε λεπτή και διάφανη σαν την ψυχή τους. Δίπλα τους άξιες, καρτερικές και δυνατές οι γυναίκες των σφουγγαράδων κράτησαν τις οικογένειες τους δυνατές, ανέθρεψαν υποδειγματικά τα παιδιά τους και έπαιξαν διπλό ρόλο στην οικογένεια, του πατέρα και της μητέρας όσο καιρό έλειπε ο άντρας στη Μπαρμπαριά και το μόνο τους όνειρο και ελπίδα ήταν να δουν τους άντρες να γυρίζουν ζωντανοί από αυτή την περιπέτεια.
 Γέρασαν οι πιο πολλοί κι έφτασαν στα βαθειά γηρατειά τους σβήνοντας ήσυχοι και γαλήνιοι κοντά στο παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα τις βάρκες και τα καΐκια, καθώς η κυρά τους ζύμωνε ψωμί .
Έμειναν οι ψαρόβαρκες και τα καΐκια τους, ξύλα με μνήμη να διηγούνται τις ζωές τους, το πέρασμα τους στη θάλασσα μέχρι που κι αυτά με το νοτιά έσπασαν και έγιναν σωροί και ξύλα, ενώ κάποια από τα πέτρινα ναυτικά τους σπίτια ρήμαξαν από τον καιρό και την αρμύρα.
Και πάνω σ’ αυτά ήρθαν άλλοι και έφτιαξαν τη θαλασσινή ζωή τους με γρήγορα και σιδερένια πλεούμενα και επισκεύασαν τα σπίτια τους από το νοτιά και την αρμύρα και πολλαπλασιάστηκαν έτσι, ώστε να καλύψουν τα μέρη τους και να απλώσουν παντού. Κι η θάλασσα κάκιωσε, τραβήχτηκε στα μέρη της και βάλθηκε να τους τιμωρήσει υστερώντας τους σταδιακά τα πλούτη της.
Η συγγραφέας μεταφέρει αξιοθαύμαστες εμπειρίες κι ακούσματα από τη μεγάλη δεξαμενή της οικογένειας των σπογγαλιέων όπου κι αυτή με πατέρα και παππού Ερμιονίτη σφουγγαρά τον Δημήτρη Σκούρτη και τον Γιάννη Σκούρτη (Κοκκωνίτσα) έζησε ένα μέρος της ζωής της κοντά τους. Βίωσε την αγάπη και τη καλοσύνη που εξέπεμπαν αυτοί οι άνθρωποι στις οικογένειες τους. Μπορεί η θάλασσα να τους σκλήρυνε  αλλά η ζεστασιά κοντά στο σπίτι τους απάλυνε κάθε πόνο, αρρώστια και οικονομική αποτυχία του ταξιδιού.
Αρκετά παιδιά της Ερμιόνης μετά τη βασική τους σπουδή, δηλαδή τις τότε γνώσεις των τριών τάξεων του Δημοτικού σχολείου,  ακολουθούσαν τη ζωή των ψαράδων, σφουγγαράδων.  Άλλωστε έτσι συνηθιζόταν στις οικογένειες τους, όχι μόνον οι πρωτότοκοι, αλλά όλα τα αγόρια να ακολουθούν τη σκληρή τους δουλειά «μπαίνοντας στη βάρκα» όπως έλεγαν τότε, σύντροφος η μαθητευόμενος.
  Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν χαθούν από τη μνήμη μας, αυτό το βιβλίο όμως έρχεται σήμερα σε δύσκολους καιρούς να αποτελέσει όχι μόνο μνήμη και μαρτυρία για τη ζωή τους, το μόχθο τους, τον κόπο τους, τις κακουχίες  στις ακτές της Λιβύης για το πολυπόθητο σφουγγάρι, αλλά και για την αξιοπρεπή και οικογενειακή ζωή τους παίρνοντας τη θέση τους  στην αιωνιότητα της θάλασσας και της γαλήνης.
                                                  Πέτρος Λακούτσης

Από το οπισθόφυλλο 

[...]Οι ήρωες αυτού του βιβλίου δεν είναι αποκύημα συγγραφικής φαντασίας. Αναδύονται μέσα από ένα ρεαλιστικό παρελθόν, στην ανασύσταση του οποίου συμβάλλουν καταλυτικά προσωπικές μαρτυρίες και πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Η συγγραφέας με λυρική ευαισθησία αποδίδει τη δύσκολη καθημερινότητα των σφουγγαράδων και των ψαράδων της Ερμιόνης, τα ταξίδια και τις αγωνίες τους, ανάγοντάς τους σε σύμβολα του ανθρώπου της βιοπάλης.
Στις σελίδες της αναβιώνει νοσταλγικά ένα κομμάτι από την Ελλάδα του χθες, την Ελλάδα της ανθρώπινης ζεστασιάς και της θαλασσινής αρμύρας.
Κι ανακαλύπτεις σταδιακά πως το βιβλίο που κρατάς στα χέρια σου δεν παρουσιάζει μόνο ιδιαίτερο λαογραφικό ενδιαφέρον, αλλά καταφέρνει, χάρη στη γοητεία της αφήγησης, να χαρίσει στον αναγνώστη του στιγμές αυθεντικής συγκίνησης από αυτές που προσφέρουν πάντα τα ταξίδια της μνήμης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.