Ο Πανηγυρικός της ημέρας που εκφώνησα στον Ι.Ν. Των Ταξιαρχών.
Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο σε κρίσιμες πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά περιόδους, να βρίσκει κανείς λόγια για να εκφράσει συναισθήματα και να περάσει μηνύματα γιορτάζοντας μια εθνική επέτειο. Και αυτό ισχύει, γιατί όντως είναι δύσκολο την ώρα αυτή να μπορέσουμε να συνδέσουμε ιστορικά γεγονότα με σημερινές καταστάσεις.
Μήπως όμως τελικά αυτό χρειαζόμαστε; Μήπως τελικά έχουμε ανάγκη ακριβώς τούτες τις ώρες της γενικής απογοήτευσης, του προβληματισμού και της αγωνίας να αναζητούμε μια σπίθα εθνικής υπερηφάνειας και πίστης σε θεσμούς και ιδανικά που κλονίζονται ακριβώς μέσα από την ιστορική αναζήτηση, ανάλυση και μνήμη;
Μήπως τελικά η υπενθύμιση και η υπόμνηση γεγονότων, προσώπων, αξιών και μνημάτων μπορεί να αναπτερώσει το ηθικό μας;
Μήπως τελικά δεν είναι ρομαντικοί όσοι πιστεύουν στην σημασία της Ιστορίας και της μνήμης της πορείας ενός λαού;
Μήπως δεν είναι σωβινιστής ή εθνικιστής κάποιος που προσπαθεί να υπενθυμίσει τις ξεχασμένες αρετές, αξίες και δυνατότητες ενός λαού ή προσπαθεί να ενεργοποιήσει μέσα από την ιστορική αναφορά τα συστατικά που συνθέτουν μια κοινωνία με συγκεκριμένη πορεία, στόχο και αρχές;
Μήπως πρέπει ακόμα πιο έντονα και επίμονα τώρα που είτε κάποιοι με τις πράξεις τους ή τις παραλείψεις τους, προσβάλλουν την κοινωνία μας, είτε κάποιοι άλλοι προσπαθούν με συγκεκριμένες μεθοδεύσεις να απαξιώσουν θεσμούς, αξίες και αρχές αποδυναμώνοντας της δυναμική αυτού του λαού και δημιουργώντας εστίες αποσύνθεσης της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε αυτούς τους συνδετικούς κρίκους, αυτές τις αντιστάσεις που χρειάζονται σε έναν λαό για να αντιμετωπίσει με ωριμότητα και υπευθυνότητα την πρόκληση της χρονικής στιγμής;
Και σαφώς με την ιαχή «Αέρα» δεν μπορεί κάποιος να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, την επίθεση και το κουτσούρεμα στο μισθό και τα δικαιώματα του εργαζόμενου και του χαμηλοσυνταξιούχου, την πολιτική επιπολαιότητα κάποιων ή τον καιροσκοπισμό και την δόλια προσπάθεια αποδυνάμωσης των ανεγνωρισμένων μέσων και στηριγμάτων της δημοκρατίας και της ελευθερίας του πολίτη.
Μήπως όμως πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας και στα παιδιά μας γεγονότα και πρόσωπα που σε άλλες εποχές δύσκολες, σκληρές ανέδειξαν πτυχές της φυσιογνωμίας αυτού του λαού που δυστυχώς τις περισσότερες φορές τις ξεχνάμε;
Τελικά αρεσκόμαστε να ζούμε στην κοινωνία του βολέματος και του συμβιβασμού έστω και αν αυτό μας προσβάλλει;Αναρωτηθήκαμε αν πρέπει να αντιδράσουμε σε αυτό που κάποιοι μας «σερβίρουν» για να ξεχάσουμε τι δικαιούμαστε, τι θέλουμε και τι έχουμε ανάγκη;
Και τελικά τι σχέση έχουμε εμείς με αυτούς που αγωνίστηκαν για κάποια ιδανικά και θυσιάστηκαν για να σπαταλάμε όλοι μας τόσο ανέμελα την περιουσία που μας άφησαν. Γιατί οι αγώνες τους, οι θυσίες τους, το θάρρος και η πίστη τους είναι πραγματικά περιουσιακά δικαιώματα αναλλοίωτα στον χρόνο και στην σκοπιμότητα.
Αναλογιζόμενος όλα αυτά διαβάζω κείμενο ανώνυμου συγγραφέως για την εποποιία της Αλβανίας.
¨Τούτη η Πίνδος δεν είναι βουνό, είναι χάος. Από χτες την ανεβαίνουμε και τελειωμό δεν έχει, είπε ένας στρατιώτης. Το τάγμα το είχαν φορτώσει στα Τρίκαλα σ’ αυτοκίνητα, από εκείνα τα παλιά, τα μισοχαλασμένα που κάνουν τοπικές συγκοινωνίες στην επαρχία και το είχαν μεταφέρει από πανάθλιους δρόμους ως το δασάκι του Δούτσικου, απ’ όπου το διέταξαν να οδοιπορήσει με σύντομες πορείες για το Κεράσοβο. Προς τα εκεί προχωρούσαν οι Ιταλοί τη 30η Οκτωβρίου, τρίτη ημέρα του πολέμου. Ο ταγματάρχης ένας ψηλός ψαρομάλλης, έτρεχε γύρω στις γραμμές και προσπαθούσε να κάνει τους φαντάρους να πάνε γρηγορότερα: “ Άιντε παλικάρια μου, τους έλεγε, οι λόχοι της προκάλυψης πολεμούν τρία μερόνυχτα χωρίς να κοιμηθούνε. Πρέπει να προκάνωμε πριν εξαντληθούν και τσακίσουν. Δε σας μέλει αν καταργήσω τις δεκάλεπτες στάσεις, δεν ειν’ έτσι;”
“ Όχι κύριε ταγματάρχα, δεν θέλουμε ξεκούραση”
Και το έλεγαν αυτό κατάκοπα, μουσκεμένα από την βροχή παιδιά, που βάδιζαν στα κατσάβραχα δεκατέσσερις τώρα ώρες, φορτωμένα ολόκληρο τον οπλισμό και χίλια δύο άλλα πράματα που είτε η απειρία τους, είτε οι υπερβολικές φροντίδες της μάνας, είχανε χώσει στο γυλιό τους και τον έκαναν ασήκωτο. Τα πολλά λουριά του όπλου, του γυλιού, της μάσκας, του σακιδίου, πίεζαν τους ώμους και τους είχαν τόσο ερεθίσει, ώστε άδικα μετατόπιζαν τα λουριά, δεν έβρισκαν πουθενά μέρος να μην του πονά. Οι αρβύλες που τους δώσανε χωρίς να τις δοκιμάσουν, θέλεις φαρδιές τους πήγαιναν, θέλεις στενές, του πλήγωσαν τα πόδια. Τρίψε- τρίψε τους ξεφλούδιζαν το δέρμα και άνοιγαν πληγές στα δάχτυλα και τη φτέρνα. Είχαν αρχίσει την πορεία με τραγούδια, μα γρήγορα τα σταμάτησαν. Ύστερα έπιασαν κουβέντα με τους διπλανούς των ωσότου σώπασαν ολότελα και βάδιζαν αμίλητοι. Το μυαλό τους έπαψε να δουλεύει, σαν να ήταν πάρα πολύ αφοσιωμένο στην προσπάθεια του βαδίσματος για να σκεφθεί τίποτ’ άλλο. Τη δεύτερη μέρα της πορείας όλη η προσοχή των φαντάρων συγκεντρώθηκε στις πληγές των ποδιών. Κάθε βήμα ήταν και ένας πόνος που όσο περνούσαν οι ώρες, όλο και δυνάμωνε. Ωστόσο έσφιγγαν τα δόντια τους και έκαναν κουράγιο για να μην βραδυπορήσουν, γιατί όποιος έμενε μια φορά πίσω δεν ξανάπιανε τους συντρόφους. Γρήγορα πήγαιναν, αφού ήξεραν πως η σωτηρία της Ελλάδας ήτανε ζήτημα λίγων ωρών. Είχαν τη πεποίθηση πως η πατρίδα τους έκανε το παν ν’ αποφύγει τον πόλεμο με την Ιταλία, κι η ιδέα αυτή δικαίωνε τον αγώνα τους. Η διαφορά στην μόρφωση των στρατιωτών δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Επιστήμονες, εμποροϋπάλληλοι ή σκαφτιάδες, όλοι ένιωθαν εξίσου καλά πως στα χέρια τους κρεμόταν η τύχη του έθνους.
Κι έτρεχαν πίσω από τ’ όνειρο της ελευθερίας. ……..¨
Και αυτό που αναρωτιέται κανείς είναι μήπως όλα αυτά είναι λίγο υπερβολικά και απόμακρα από την σημερινή κοινωνία και τα προβλήματα και τις ανάγκες της. Τελικά είναι ματαιότητα αυτή η ελπίδα και το κυνήγι του ονείρου; Είναι ματαιότητα η πίστη, η θυσία για το ιδανικό, για τον υπέρτατο σκοπό για την ελευθερία;
Υπάρχει άραγε η έννοια της ματαιότητας στην Ιστορία; Και τι καθορίζει το επακόλουθο κάθε σημαντικής μάχης;
Η νίκη που αλλάζει τα δεδομένα της ιστορίας, και την πορεία της ανθρωπότητας που αναλαμβάνει να χαράξει ο νικητής, ή για την ιστορία αυτό δεν αποτελεί παρά ένα απλό επεισόδιο προς μια μηχανιστική περισσότερο πορεία ερμηνείας των γεγονότων;
Είναι σημαντικό μόνο, ότι είναι ιστορικά καταγεγραμμένο ως θριαμβική αψίδα κατακτήσεων και γεγονότων και κατ΄ επέκταση, ο καθορισμός του αποτελέσματος της Ιστορίας προέρχεται μόνο από νίκες;
Τι είναι ή όχι χαμένο για τα κριτήρια και την ερμηνεία της Ιστορίας;
Αρκούν τα γεγονότα και μόνον αυτά, με τα αποτελέσματα τους, για να καθορίσουν το διαχρονικό νικητή μιας μάχης; Η ο πραγματικός νικητής της Ιστορίας μπορεί να είναι ο ηττημένος του σήμερα;
Τελικά και η απόφαση να μείνεις να πολεμήσεις ,παρά τις μοιραίες αντιξοότητες ακόμα και την γνώση της πιθανότητας της ήττας , είναι από μόνη της μια νίκη. Και αυτό ισχύει τόσο στον σύγχρονο χρόνο, αλλά ακόμη περισσότερο στον ιστορικό χρόνο.
Η Ιστορία αποδεικνύει ότι οι καιροί δεν την καθορίζουν κατά το δοκούν αλλά το αντίστροφο. Η ίδια η Ιστορία υπερβαίνει τα γεγονότα που την καθορίζουν και αναδεικνύει τους πραγματικούς «νικητές» της.
Με άλλα λόγια υπάρχουν δύο μέθοδοι για να μείνει κανείς στην Ιστορία ως νικητής. Να νικήσει στο πεδίο της μάχης , ή να θυσιαστεί υπέρ ιδεών που ξεπερνούν κατά πολύ το πρακτικό , τακτικό η ακόμα και στρατηγικό επακόλουθο της νίκης.
Το συμπέρασμα απ΄ αυτήν την αναφορά έχει να κάνει με την συλλογική μνήμη ενός έθνους και τον τρόπο που αξιοποιεί την ιστορία. Σαν διδαχή και καθορισμό του βηματισμού προς το μέλλον, μέσα κυρίως από την επιλογή να θεωρεί την θυσία (για ηθικές αξίες) ως νίκη, ή μέσα από την επιλεκτική μνήμη των γεγονότων και την λήθη που επιβάλλει η «πρακτική» συμβίωση του σήμερα.
Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει πιθανότητα να δημιουργήσει ιστορία και για το μέλλον, ενώ στην δεύτερη «καταναλώνει» μέσω της απαξίωσης, Ιστορία από το παρελθόν του, υπονομεύοντας το μέλλον του.
Αυτός είναι και ο κίνδυνος που διατρέχουμε στην Ελλάδα του σήμερα, αν δεν αναλογιστούμε ο καθένας την ιστορική του ευθύνη και το δικαίωμα να προσφέρουμε στα παιδιά μας ιστορική αναφορά και ταυτότητα για το μέλλον.
Και δυστυχώς αυτό ούτε το συναισθανόμαστε, αλλά και αν το συναισθανόμαστε, το αποποιούμαστε, στα πλαίσια του ατομικισμού μας, της περιχαράκωσης γύρω από τον εαυτό μας και του ¨ωχαδερφισμού¨ που μας διακρίνει σαν άτομα και στα πλαίσια που τεχνηέντως μας δημιουργούν και μας προσφέρουν. Και για αυτή την στάση και συμπεριφορά μας έχουμε ιστορική ευθύνη!!!
Σήμερα λοιπόν μετά από 70 χρόνια καλούμαστε να θυμηθούμε το Έπος του 1940, όχι γιατί το έχουν τόσο ανάγκη οι ψυχές των ηρώων του τότε..
Αυτοί είναι πλέον αθάνατοι!!
Μα κυρίως γιατί εμείς νοιώθουμε την ανάγκη να πιαστούμε από μεγάλες ιδέες και ιδανικά και ίσως πιο πολύ από ποτέ άλλοτε να υψώσουμε το ανάστημα μας σε κάθε ξένο ή εγχώριο που επιβουλεύεται την εθνική υπόσταση της Ελλάδας και να βροντοφωνάξουμε το δικό μας Ο Χ Ι.
..Γιατί μπορεί να μένουμε προς το παρόν βουβοί στην άνευ όρων παράδοση της χώρας μας στους ξενόφερτους κατακτητές , μα ας θυμηθούμε όλοι τα λόγια δύο Ελλήνων ποιητών αρχικά του Γιάννη Ρίτσου που μας ψυχογραφεί τονίζοντας:
''τούτος ο λαός αφέντη μου δεν ξέρει πολλά λόγια, σωπαίνει, ακούει και όσα του λες τα δένει κομπολόγια.... Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του αγώνα και μπαίνουν πάλι στη σειρά
με σιδερένιο γόνα.. Και τούτο το περήφανο, το άμετρο ψυχομέτρι, μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί τ' αλέτρι!!''
Μα ακόμη πιο χαρακτηριστικά ας μας συντροφεύουν στη σημερινή εθνική επέτειο του 1940 τα λόγια του Κωστή Παλαμά:
''παιδιά μου, ο πόλεμος για εσάς περνάει θριαμβευτής των αδίκων ο πόλεμος δεν είναι εκδικητής. Είναι ο θυμός της άνοιξης και της δημιουργίας. Η Ελλάδα είναι αβασίλευτη, με δάφνες και με κρίνα της νίκης! Παντοδύναμος την έπλασε τεχνίτης. Η δόξα το καμάρι της. Η αλήθεια είναι δική της..
Κι αν είναι και στον πόλεμο μέσα, η ζωή θυσία, ο τάφος είναι πέρασμα προς την αθανασία!!!''
Σταύρος Κούστας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.